Το σύστημα διορισμού δικαστών: ανάγκη για μεταρρύθμιση .
Εισαγωγή.
Ο θεσμός της δικαιοσύνης και η ορθή απονομή της, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο μίας δημοκρατικής πολιτείας.
Το σύστημα διορισμού δικαστών και τα όσα αφορούν την λειτουργία του δικαστικού σώματος όπως διορισμός, ανέλιξη, έλεγχος και απόλυση δικαστών δεν έχουν αποτελέσει ποτέ αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Είναι από τα ζητήματα που η κοινωνία μας θεωρεί ως ταμπού ή «απαγορευμένα» για δημόσιο διάλογο ή συλλογικό προβληματισμό. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων εδράζεται σε μία κακώς νοούμενη νοοτροπία δικηγόρων και δικαστών, που πηγάζει από τη ρήση «τα εν οίκω μη εν δήμω», η οποία, όμως, αποδεδειγμένα δεν έχει ωφελέσει την λειτουργία και αποτελεσματικότητα του όλου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι έφτασε ο καιρός η πολιτεία να ασχοληθεί με αυτό το θέμα και το σώμα των δικηγόρων πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάθεση απόψεων και εισηγήσεων που θα οδηγήσουν στη βελτίωση και εκσυγχρονισμό του όλου οικοδομήματος.
Είναι φανερό, ότι το υφιστάμενο σύστημα διορισμού δικαστών είναι αδιαφανές, αναχρονιστικό , προβληματικό και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Κάποιοι από τους λόγους που με έχουν οδηγήσει σε αυτό το συμπέρασμα παρατίθενται κατωτέρω, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το θέμα είναι πολυδιάστατο και αναγκαστικά – σε αυτό το κείμενο – δεν θα θιγούν όλες οι πτυχές του.
Πριν όμως επισέλθω στην ουσία του πράγματος, πιστεύω ότι πρέπει να τεθεί το πλαίσιο μίας τέτοιας συζήτησης. Κατά την άποψη μου ένα σύστημα διορισμού δικαστών πρέπει να έχει τέτοιες δομές και διαδικασίες ούτως ώστε εν τέλει, να διορίζονται οι άριστοι και οι πιο άξιοι δικηγόροι ως μόνιμοι δικαστές στη δικαστική υπηρεσία. Οι ικανότητες και η αξία, επομένως, πρέπει να αποτελεί το ζητούμενο. Άρα, αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι εάν επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος με το ισχύον καθεστώς.
Η υφιστάμενη διαδικασία.
Σήμερα για να μπορεί κάποιος να θέσει υποψηφιότητα για δικαστής θα πρέπει να συμπληρώσει 6 χρόνια δικηγορίας. Όταν υπάρχει διαθέσιμη θέση υποβάλλει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) που το αποτελούν οι 13 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ΑΔ) . Για την αίτηση δεν υπάρχει έντυπο αλλά, όπως πληροφορούμαι, χρειάζεται μία επιστολή στην οποία να εκφράζεται το ενδιαφέρον για διορισμό. Στην αίτηση δεν είναι απαραίτητο να επισυναφθεί απολυτήριο λυκείου, πτυχιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή οποιοδήποτε άλλο ακαδηματικό προσόν αλλά μόνο ένα βιογραφικό σημείωμα.
Ακολούθως, οι υποψήφιοι καλούνται σε συνέντευξη ενώπιον της ολομέλειας των δικαστών του ΑΔΣ. Η συνέντευξη διαρκεί 10 -15 λεπτά και σε αυτήν υποβάλλονται νομικής φύσεως ερωτήματα.
Εξ όσων είναι γνωστό, το ΑΔΣ λαμβάνει και τις απόψεις των δικαστών των επαρχιακών δικαστηρίων πριν καταλήξει στους υποψήφιους που θα διοριστούν. Φαίνεται όμως, ότι δεν υπάρχει κάτι το θεσμοθετημένο ούτε οι απόψεις που εκφράζονται είναι δεσμευτικές. Το ίδιο ισχύει και για τυχόν απόψεις που θα ζητηθούν από τους προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων και του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Αποτελεί διεθνώς αποδεκτή αρχή ότι οποιοδήποτε σύστημα διορισμού δικαστών στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να εδράζεται πάνω στην αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης (democratic accountability) . Πέραν αυτού του θέματος, κεντρικά ζητήματα αποτελούν, επίσης, η μέθοδος επιλογής και τα κριτήρια επιλογής.
Η αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση – η άντληση δηλαδή εξουσίας (και άρα νομιμοποίησης) απευθείας από το λαό - είναι ο βασικότερος πυλώνας ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οποιοσδήποτε ασκεί εξουσία πρέπει να την αντλεί από και να λογοδοτεί στο εκλογικό σώμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας εκλέγεται απευθείας από το λαό, οι βουλευτές ως μέλη της νομοθετικής εξουσίας εκλέγονται από και λογοδοτούν στο λαό.
Τί γίνεται με την δικαστική εξουσία;
Σε όλες τις χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ), ο διορισμός δικαστών γίνεται από συμβούλια ή επιτροπές στις οποίες, κατά κανόνα, συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα εκλελεγμένοι από το λάο εκπρόσωποι π.χ. υπουργοί δικαιοσύνης ή άλλες προσωπικότητες διορισμένες από τον αρχηγό του κράτους. ΄Έχουν λόγο επομένως εκπρόσωποι του εκλογικού σώματος.
Στην Αγγλία, μέχρι πρόσφατα, ο διορισμός των δικαστών των κατώτερων δικαστηρίων γινόταν από τον Lord Chancellor ο οποίος είναι μη εκλελεγμένος, αλλά διορισμένος από τον πρωθυπουργό, πολιτικός. Οι δικαστές του High Court διορίζονται από την Βασίλισσα μετά από συμβουλή του Lord Chancellor ενώ οι δικαστές του Court of Appeal και House of Lords από τον Lord Chancellor. O τρόπος προσέγγισης για διορισμό ήταν γνωστός ως «tap on the shoulder», δηλαδή γινόταν η επιλογή κάποιου πίσω από κλειστές πόρτες χωρίς διαφάνεια. Από το 2005 το καθεστώς έχει αλλάξει με τη θέσπιση του Constitutional Reform Act 2005 το οποίο εισήξε μία καινοτομία: το Judicial Appointments Commission (JAC) . Το JAC είναι επιτροπή που εισηγείται υποψηφίους για διορισμό ως δικαστές στην Αγγλία και στην Ουαλλία στον Lord Chancellor με βάση την αξία τους (merit). Είναι ένα όργανο παρόμοιο με την επιτροπή δημοσίας υπηρεσίας που έχουμε στη Κύπρο, που ασχολείται, όμως, με διορισμούς δικαστών. Αποτελείται από 15 επιτρόπους οι οποίοι επιλέγονται μέσα από ανοικτό διαγωνισμό πλήν 3 επιτρόπων που ορίζονται από το Δικαστικό Συμβούλιο. Από τα μέλη οι 9 είναι νομικοί (5 δικαστές, 2 μη μόνιμοι δικαστές, 1 barrister, 1 solicitor), και 6 απλά μέλη (lay members) συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της JAC: « We select candidates for judicial office on merit, through fair and open competition, from the widest range of eligible candidates.»
Στην Κύπρο, είναι φανερό, ότι σηκώνει πολλή συζήτηση το εάν υπάρχει το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης στο διορισμό των δικαστών αλλά και στην ίδια τη σύνθεση του ΑΔ. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο διορισμός των δικαστών του ΑΔ, που γίνεται από το ΠτΔ ενέχει αυτό το στοιχείο αφού τον Πρόεδρο εκλέγει απευθείας ο λαός. Από την άλλη όμως, είναι γεγονός, ότι ο ΠτΔ ακολουθεί ανέκαθεν την εισήγηση του ΑΔ, για διορισμό νέου μέλους του, και το ΑΔ ανέκαθεν εισηγείται τον αρχαιότερο πρόεδρο επαρχιακού δικαστηρίου . Κατά συνέπεια, ο εκάστοτε ΠτΔ απλά επιβεβαιώνει, κάθε φορά, την εισήγηση του ΑΔ και δεν έχει ο ίδιος – και άρα ούτε ο λαός που τον εκλέγει - οποιοδήποτε ενεργό ρόλο ή λόγο στο διορισμό νέου εφέτη. Συνεπακόλουθα, ο διορισμός των υπολοίπων δικαστών που γίνεται από το ΑΔΣ εξακολουθεί να έχει το ίδιο δημοκρατικό έλλειμμα. Απουσιάζει το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης και έχει , στην ουσία, καταλήξει σε μία κλειστή διαδικασία που ελέγχεται απόλυτα από το ΑΔΣ χωρίς αναφορά ή λογοδοσία άμεση ή έμμεση στο εκλογικό σώμα.
Το διορίζον όργανο.
Υπάρχουν βασικά δύο σχολές στην Ευρώπη: η πρώτη που ακολουθείται από χώρες του Ηπειρωτικού Δικαίου όπου υπάρχουν σχολές δικαστών και η δεύτερη που ακολουθείται σε χώρες του Κοινοδικαίου όπου ο διορισμός γίνεται από έμπειρους και αναγνωρισμένους στο επάγγελμα δικηγόρους.
Στις χώρες του Ηπειρωτικού Δικαίου, όπως Γερμανία και Ελλάδα, απόφοιτοι νομικών σχολών διαγωνίζονται σε εξετάσεις για να εισέλθουν σε σχολή δικαστών. Οι εξετάσεις είναι υψηλού επιπέδου και επιλέγονται κατά κανόνα οι καλύτεροι. Οι φοίτηση είναι συνήθως τριετής ή τετραετής και επιτυχής συμπλήρωση οδηγεί στο διορισμό στη δικαστική υπηρεσία.
Σε χώρες Κοινοδικαίου όπως η Αγγλία ο διορισμός γινόταν χωρίς διαγωνισμό και χωρίς φοίτηση σε εξειδεικευμένη σχολή αλλά με βάση την εμπειρία στη δικηγορία. Με βάση αυτή τη φιλοσοφία επιλέγονταν δικηγόροι που είχαν καταξιωθεί στο επάγγελμα και είχαν κερδίσει την αναγνώριση των συναδέλφων τους και του νομικού κόσμου γενικότερα.
Από μελέτη που έγινε το 2006 , ανάμεσα στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ), προέκυψε ότι οι δικαστές των κρατών μελών σε ποσοστό 25% διορίζονται κατόπιν εξετάσεων, 25% με βάση τη πείρα, 33% χρησιμοποιούν και τα δύο κριτήρια ενώ ποσοστό 17% χρησιμοποιεί άλλα κριτήρια. Η Κύπρος περιλαμβάνεται στη 2η κατηγορία δηλαδή σε αυτές τις χώρες όπου ο διορισμός γίνεται με βάση την εμπειρία στο επάγγελμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκεκριμένη έρευνα και σε ότι αφορά τα όργανα που διορίζουν τους δικαστές. Υπάρχουν 3 κατηγοριοποιήσεις:
1. διορισμοί μόνο από δικαστές,
2. διορισμοί από μη δικαστές,
3. συνδυασμός των δύο.
Στη 1η κατηγορία, δηλαδή οι διορισμοί δικαστών να γίνεται από μόνο δικαστές, περιλαμβάνονται μόνο 3 χώρες: η Κύπρος, η Λετονία και η Λιθουανία.
Η Ανδόρα, η Τσεχία, η Ουκρανία, το Λουξεμβούργο, η Σερβία και η Σλοβενία συμπεριλαμβάνονται στη 2η κατηγορία ενώ οι συντριπτική πλειοψηφία των χωρών μελών του ΣτΕ ανήκουν στην 3η κατηγορία δηλαδή χρησιμοποιούν μικτό σύστημα.
Επομένως το γεγόνος ότι ως Κύπρος ανήκουμε σε μία κατηγορία με 2 άλλες χώρες (Λεττονία και Λιθουανία) πρέπει από μόνο του να μας προβληματίσει για την ορθότητα , αποτελεσματικότητα και δημοκρατικότητα του συστήματος διορισμού δικαστών που ακολουθούμε.
Τα κριτήρια επιλογής.
Εξετάζοντας το θέμα των προσόντων ενός υποψήφιου δικαστή δεν θέλει ιδιαίτερη μελέτη για να αντιληφθούμε ότι στο δικό μας σύστημα, κριτήρια και προσόντα που για άλλους διορισμούς (π.χ. στη δημόσια υπηρεσία) θεωρούνται εκ των ων ουκ ανευ, για το διορισμό δικαστών απουσιάζουν πλήρως.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το καθοδηγητικό κείμενο με τα 5 πρόσοντα «κλειδιά» που πρέπει να έχει κάποιος υποψήφιος δικαστής που έχει ετοιμάσει το JAC στην Αγγλία το οποίο αναπαράγεται , ως έχει , στην αγγλική, κατωτέρω:
«1. Intellectual capacity
• High level of expertise in your chosen area or profession
• Ability quickly to absorb and analyse information
• Appropriate knowledge of the law and its underlying principles, or the ability to acquire this knowledge where necessary
2. Personal qualities
• Integrity and independence of mind
• Sound judgement
• Decisiveness
• Objectivity
• Ability and willingness to learn and develop professionally
3. An ability to understand and deal fairly
• Ability to treat everyone with respect and sensitivity whatever their background
• Willingness to listen with patience and courtesy
4. Authority and communication skills
• Ability to explain the procedure and any decisions reached clearly and succinctly to those involved
• Ability to inspire respect and confidence
• Ability to maintain authority when challenged
5. Efficiency
• Ability to work at speed and under pressure
• Ability to organise time effectively and produce clear reasoned judgments expeditiously
• Ability to work constructively with others (including leadership and managerial skills where appropriate). Candidates are expected to provide evidence that they meet these standards in their application and, if called, before the selection panel. You do not have to restrict yourself to your professional experience - you can offer examples from other experience in your private life, for example working in an advisory service on a pro bono basis.
Πέραν των πιο πάνω, το JAC αναφέρει ότι είναι υποχρεωμένο να εισηγηθεί διορισμό στη βάση του καλού χαρακτήρα και της αξίας μόνο (on the basis of good character and merit alone). Υπάρχει ακόμα και καθοδήγηση στο τι σημαίνει «καλός χαρακτήρας».!
Παρατέθηκαν τα πιο πάνω για να καταδειχθεί με τι «λεπτομέρειες» ασχολούνται άλλες χώρες και πόσο εξαντλητικά καθορίζουν τα προσόντα ή τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν οι υποψήφιοι κάτι που φανερώνει πόσο ύψιστης σημασίας θεωρούν αυτούς τους διορισμούς.
Σε ότι αφορά τώρα το τόπο μας, είναι αντιληπτό ότι με την διαδικασία διορισμού που ακολουθείται, είναι αδύνατον για το διορίζον όργανο να αναγνώσει, να διαπιστώσει και να πειστεί για τις ικανότητες/ δυνατότητες/δεξιότητες/ γνώσεις και χαρακτήρα ενός υποψηφίου μέσα σε 15 λεπτά. Ας μην ξεχνούμε ότι δεν μιλούμε για το διορισμό ενός δημοσίου υπαλλήλου στη κατώτερη κλίμακα (εκεί χρειάζονται και εξετάσεις) αλλά για το διορισμό ενός δικαστικού ο οποίος θα έχει να επιτελέσει τα επόμενα χρόνια εξαιρετικά δύσκολο έργο αποφασίζοντας για άλλους. Πως μπορεί το ΑΔΣ με το να ακούσει τις απαντήσεις ενός υποψηφίου σε 3, 4 νομικά ερωτήματα να κρίνει αν είναι κατάλληλος για δικαστής; Εξάλλου η νομική γνώση είναι ένα από τα προσόντα.
Επιπλέον, το σύστημα μας θέτει ως ελάχιστο όριο 6 χρόνια δικηγορίας και υπό κάποιες προυποθέσεις 5 χρόνια. Έχω την άποψη ότι αυτό το όριο είναι ανεπαρκές. Το όριο θα πρέπει να είναι 10 με 15 χρόνια το ελάχιστο, και η πείρα δεν πρέπει να είναι κάτι το αφηρημένο αλλά να αντανακλάται σε συγκεκριμένες εμφανίσεις, χειρισμό ακροάσεων και υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων. Πολύ λίγοι δικηγόροι κατορθώνουν μέσα σε 6 χρόνια να αποκτήσουν τέτοιες εμπειρίες που θα τους δώσουν τις γνώσεις, αυτοπεποίθηση και δυνατότητα να διευθύνουν μία δίκη και να απονέμουν δικαιοσύνη. Επομένως όταν λέμε «πείρα» δεν πρέπει να εννοούμε το χρόνο που διέρρευσε από την ημέρα που εγγράφηκε κάποιος δικηγόρος μέχρι την ημερομηνία που έκανε αίτηση για δικαστής αλλά το περιεχόμενο αυτής της διαδρομής. Δεν είναι μυστικό ότι στο παρελθόν έχουν διοριστεί δικαστές που είχαν λίγη ως και πολύ περιορισμένη εμπειρία από δικαστήρια. Δεν είναι όμως όπως το νεαρό δικηγόρο που μπορεί να χάσει μία δύο υποθέσεις μέχρι να μάθει. Ο δικαστής απονέμει δικαιοσύνη από το πρώτο δευτερόλεπτο και εσφαλμένη ή πλημελλής απονομή της δικαιοσύνης λόγω ανικανότητας ή αγνωσίας είναι ασυγχώρητη.
Το άλλο κριτήριο αφορά αυτό του χαρακτήρα. Της επάρκειας δηλαδή ενός ατόμου να ανταποκριθεί στο ρόλο του δικαστή. Θεωρώ ότι αυτό το θέμα είναι αλληλένδετο με το προηγούμενο και αυτό διδάσκει η εμπειρία. Βλέπουμε (και ευτυχώς έχουμε) δικαστές που αποτελούν κόσμημα για την έδρα. Έχουν πλήρη σεβασμό προς το δικηγόρο και τον διάδικο, συμπεριφέρονται όπως αρμόζει σε ένα δικαστή και έχουν άψογη νομική κατάρτιση.
Πιστεύω ότι το τελευταίο στοιχείο, η νομική κατάρτιση, είναι οδηγός για τα υπόλοιπα. Ένα άτομο που είναι βέβαιο για τον εαυτό του, για τις γνώσεις του, για τις δυνατότητες του (κατά κανόνα) δεν έχει ανάγκη ούτε να προσβάλει, ούτε να ειρωνευτεί, ούτε να κάνει τον έξυπνο σε κανένα. Αντίθετα κάποιος ο οποίος νιώθει ότι υστερεί, είτε γενικά είτε σε σχέση με τα άτομα που έχει απέναντι του, προσπαθεί να επιβληθεί χρησιμοποιώντας την εξουσία της έδρας διά της επιβολής και όχι διά της γνώσεως. Δυστυχώς έχουμε και παραδείγματα αυθαιρεσιών, προσβολής δικηγόρων, ανικανότητα διεύθυνσης μίας δίκης και δικαστές με ελλειπή νομική κατάρτιση. Εξάλλου το τελευταίο στοιχείο, αυτό της ελλειπούς νομικής κατάρτισης, αποτυπώνεται και σε αποφάσεις του ΑΔ όταν σχολιάζονται με καυστικό και επικριτικό τρόπο αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηριών. Για παράδειγμα, όταν το ΑΔ αναφέρει σε απόφαση του ότι ο πρωτόδικος δικαστής απέτυχε να αντιληφθεί τα επίδικα θέματα τί σημαίνει αυτό; Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ένας δικαστής δύσκολα μπορεί να απολυθεί από τη δικαστική υπηρεσία και όσοι απολύθηκαν μέχρι σήμερα δεν ήταν για λόγους γνώσεων αλλά για τη συμπεριφορά τους. Αυτό σημαίνει ότι η κακή επιλογή και ο διορισμός ενός μη επαρκούς σε κατάρτιση δικηγόρου, είναι μη αναστρέψιμος και η ζημιά που επιτελείται συνεχής και αδιάληπτη μέχρι να αφυπηρετήσει.
Ταυτόχρονα , έχουμε δει και άτομα να εξελίσσονται αρνητικά, δηλαδή με τα χρόνια να αποκτούν έπαρση και αλαζονεία. Κακά τα ψέματα η εξουσία της έδρας μπορεί να παρασύρει και το πιο προσγειωμένο άτομο. Έχει σημασία επομένως ο κάθε ένας να έχει τέτοια συγκρότηση χαρακτήρα και να μπορεί να κάνει την αυτοκριτική του και να αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, αν πάει κάπου λάθος και να κάνει διορθωτικές κινήσεις. Τεράστια σημασία έχει επίσης να υπάρχει διαδικασία και σύστημα ελέγχου και να μην αισθάνεται ο οποιοσδήποτε ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Διερωτώμαι, και γνωρίζω ότι το ερώτημα απασχολεί και πολλούς άλλους συναδέλφους, πως το υφιστάμενο σύστημα επιτρέπει στο ΑΔΣ να διαγνώσει το χαρακτήρα ενός υποψήφιου μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορεί να λεχθεί ότι οι εφέτες γνωρίζουν από τις εμφανίσεις που οι υποψήφιοι κάνουν ενώπιον τους ως δικηγόροι. Πιθανόν να ισχύει αυτό για κάποιους διορισμούς αλλά όχι για όλους, αφού έχουν διοριστεί και δικαστές που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ τους ενώπιον του ΑΔ για χειρισμό υπόθεσης. Άλλη εξήγηση μπορεί να είναι ότι λαμβάνουν τις απόψεις των επαρχιακών δικαστών για κάθε υποψήφιο άρα έχουν εικόνα για το κάθε ένα. Πιθανόν. Όμως από την άλλη, διορίστηκαν και δικαστές που δεν είχαν ιδιαίτερα συχνές εμφανίσεις σε οποιασδήποτε βαθμίδας δικαστήρια, άρα δεν θα ήταν δυνατόν για το ΑΔΣ να έχει τη γνώμη των επαρχιακών δικαστών για αυτούς. Συνεπώς υπάρχει κενό (και) σε αυτό το θέμα.
Εισηγήσεις.
Όπως προανάφερα, θεωρώ, ότι οι δικαστές έχουν να επιτελέσουν εξαιρετικά δύσκολο και σοβαρό έργο. Για αυτή τη δουλειά πρέπει να επιλέγονται οι καλύτεροι και οι αξιότεροι που υπάρχουν στο επάγγελμα. Το υφιστάμενο σύστημα, ως εκ της δομής του αλλά και ως εκ των αποτελεσμάτων του, δεν είναι πάντοτε επιτυχές ως προς αυτή τη θεμελιώδη πτυχή και άρα πρέπει να αλλάξει. Ορισμένοι από τους λόγους για την αποτυχία του αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Κάποιες εισηγήσεις , που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για διεξαγωγή συζήτησης και προβληματισμού με σκοπό τη δραστική βελτίωση του είναι οι ακόλουθες:
1. Θα πρέπει να δημιουργηθεί επιτροπή διορισμού δικαστών και το ΑΔΣ να πάψει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο διορισμού δικαστών. Στην επιτροπή θα πρέπει απαραίτητα να συμμετέχουν εκτός από εκεκπρόσωποι των επαρχιακών δικηγορικών συλλόγων και άτομα νομικοί π.χ. πρώην Γενικοί Εισαγγελείς, που θα διορίζονται από το ΠτΔ ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
2. Να αυξηθεί το όριο εισδοχής στα 10 ή 15 χρόνια. Να εισαχθούν ποιοτικά μετρήσιμα κριτήρια. Να λαμβάνεται υπόψη η πανεπιστημιακή απόδοση, η επαγγελματική πορεία και προπάντων η δικαστική εμπειρία. Είναι απαραίτητο η πείρα να μεταφράζεται σε χειρισμό υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων.
3. Να αλλάξει ο τρόπος ανέλιξης/προαγωγής δικαστών. Να εισαχθεί σύστημα αξιολόγησης και να εγκαταληφθεί η επετηρίδα. Θα πρέπει να μπορεί ένας επαρχιακός δικαστής να βρεθεί στο ΑΔ ή να διοριστεί ανώτερος ή πρόεδρος χωρίς να πρέπει να περιμένει να προαχθούν οι αρχαιότεροι του. Θα πρέπει να δημιουργηθεί συναγωνισμός. Αυτό θα ήταν δυνατόν εάν εφαρμόζονταν αξιοκρατικά κριτήρια ανέλιξης με βάση την αξία εκάστου και όχι αποκλειστικά κατά αρχαιότητα. Η ανυπαρξία δομημένης διαδικασίας αξιολόγησης του έργου των δικαστών δημιουργεί πολλά πρόβληματα μεταξύ των οποίων και η εμπέδωση μακροπρόθεσμα μίας κακώς νοούμενης δημοσιουπαλληλικής νοοτροπίας .
4. Να ιδρυθεί επιτροπή εξέτασης παραπόνων. Σήμερα δεν υπάρχει θεσμοθετημένη διαδικασία όπου ένας διάδικος ή δικηγόρος να μπορεί να υποβάλει παράπονο για την συμπεριφορά ενός δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου. Αυτό οδηγεί κάποιους στο να λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, έχει συσταθεί το Office for Judicial Complaints ως ανεξάρτητη αρχή εξέτασης παραπόνων κατά της συμπεριφοράς δικαστών . Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στην όλη λειτουργία και αποδοτικότητα του συστήματος για πρόδηλους λόγους.
5. Η ηχογράφηση των ακροάσεων θα βοηθήσει τα μέγιστα, τόσο στην ακριβή αποτύπωση του πρακτικού της δίκης, αλλά θα λειτουργεί και σε κάποιο βαθμό ως έλεγχος για όλους τους παράγοντες της δίκης. Αυτό διότι πολλές φορές για διάφορους λόγους το στενογραφημένο πρακτικό δεν αποτελεί αποτύπωση του τι ακριβώς ελέχθει ή δεν ελέχθει σε μία δίκη. Στην Αγγλία για παράδειγμα όχι μόνο γίνεται ηχογράφηση όλων των ακρόασων αλλά υπάρχει και ζωντανή αποστενοτύπηση των πρακτικών τα οποία είναι διαθέσιμα άμεσα σε όλους τους παράγοντες της δίκης.
Για να γίνουν τα πιο πάνω, και άλλα πολλά, θα πρέπει απαραίτητα να συνοδευτούν από τα εξής:
1. Ριζική αναδιαμόρφωση του περιβάλλοντος και εργαλείων που έχει ένας δικαστής στη διάθεση του για να επιτελέσει το έργο του. Κακά τα ψέματα ο σημερινός δικαστής είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί σε εντελώς αντίξοες και αντιπαραγωγικές συνθήκες. Να τηρεί πρακτικά (απουσίες στενογράφων)κατά τις ακροάσεις, να μην διαθέτει την απαραίτητη στήριξη η βοήθεια σε θέματα έρευνας, δεν έχει στη διάθεση του στοιχειώδη εξοπλισμό, εργάζεται σε γραφεία και αίθουσες δικαστηρίων που κάθε άλλο παρά δικαστήρια θυμίζουν (βλέπε επαρχιακά δικαστήρια Λευκωσίας). Είναι διακριτό σε εμάς ότι οι περισσότεροι δικαστές που αγωνίζονται να επιτελέσουν σωστά το έργο τους το κάνουν με προσωπικό κόστος και υπό απαράδεκτες συνθήκες απασχόλησης. Άρα αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε τη δικαιοσύνη το περιβάλλον και οι συνθήκες εργασίας πρέπει να αλλάξουν ριζικά.
2. Συζήτηση για τις απολαβές των δικαστών με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμιση τους. Εάν δεκτούμε ότι θα τεθεί ως όριο εισδοχής τα 10 ή 15 χρόνια πείρα δικηγορίας, τότε για να δημιουργηθούν κίνητρα πρέπει να αυξηθούν οι υφιστάμενες απολαβές.
Γνωρίζω ότι αρκετοί θα πουν ότι ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα και ότι τέτοιες εποχές το μόνο που μας έλειπε είναι να αυξήσουμε τους μισθούς των δικαστών και να μπούμε στα έξοδα αναβάθμισης των δικαστηρίων.
Πιστεύω ότι το θέμα είναι πολύ πιο σοβαρό, από ότι πιθανόν να αξιολογείται σήμερα, και χρειάζεται προγραμματισμός και δράση τώρα. Οι πολιτειακοί παράγοντες και οι δικηγόροι οφείλουν να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις σήμερα διότι είναι φανερό ότι οδεύουμε προς λάθος κατεύθυνση. Η δικαιοσύνη είναι η μοναδική εξουσία που απέμεινε σε αυτό το τόπο με σχετική αξιοπιστία και αξιοπρέπεια και οφείλουμε όλοι να την προστατεύσουμε ο καθένας από εκεί που είναι ταγμένος να την υπηρετεί.
Εισαγωγή.
Ο θεσμός της δικαιοσύνης και η ορθή απονομή της, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο μίας δημοκρατικής πολιτείας.
Το σύστημα διορισμού δικαστών και τα όσα αφορούν την λειτουργία του δικαστικού σώματος όπως διορισμός, ανέλιξη, έλεγχος και απόλυση δικαστών δεν έχουν αποτελέσει ποτέ αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Είναι από τα ζητήματα που η κοινωνία μας θεωρεί ως ταμπού ή «απαγορευμένα» για δημόσιο διάλογο ή συλλογικό προβληματισμό. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων εδράζεται σε μία κακώς νοούμενη νοοτροπία δικηγόρων και δικαστών, που πηγάζει από τη ρήση «τα εν οίκω μη εν δήμω», η οποία, όμως, αποδεδειγμένα δεν έχει ωφελέσει την λειτουργία και αποτελεσματικότητα του όλου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι έφτασε ο καιρός η πολιτεία να ασχοληθεί με αυτό το θέμα και το σώμα των δικηγόρων πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάθεση απόψεων και εισηγήσεων που θα οδηγήσουν στη βελτίωση και εκσυγχρονισμό του όλου οικοδομήματος.
Είναι φανερό, ότι το υφιστάμενο σύστημα διορισμού δικαστών είναι αδιαφανές, αναχρονιστικό , προβληματικό και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Κάποιοι από τους λόγους που με έχουν οδηγήσει σε αυτό το συμπέρασμα παρατίθενται κατωτέρω, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το θέμα είναι πολυδιάστατο και αναγκαστικά – σε αυτό το κείμενο – δεν θα θιγούν όλες οι πτυχές του.
Πριν όμως επισέλθω στην ουσία του πράγματος, πιστεύω ότι πρέπει να τεθεί το πλαίσιο μίας τέτοιας συζήτησης. Κατά την άποψη μου ένα σύστημα διορισμού δικαστών πρέπει να έχει τέτοιες δομές και διαδικασίες ούτως ώστε εν τέλει, να διορίζονται οι άριστοι και οι πιο άξιοι δικηγόροι ως μόνιμοι δικαστές στη δικαστική υπηρεσία. Οι ικανότητες και η αξία, επομένως, πρέπει να αποτελεί το ζητούμενο. Άρα, αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι εάν επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος με το ισχύον καθεστώς.
Η υφιστάμενη διαδικασία.
Σήμερα για να μπορεί κάποιος να θέσει υποψηφιότητα για δικαστής θα πρέπει να συμπληρώσει 6 χρόνια δικηγορίας. Όταν υπάρχει διαθέσιμη θέση υποβάλλει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) που το αποτελούν οι 13 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ΑΔ) . Για την αίτηση δεν υπάρχει έντυπο αλλά, όπως πληροφορούμαι, χρειάζεται μία επιστολή στην οποία να εκφράζεται το ενδιαφέρον για διορισμό. Στην αίτηση δεν είναι απαραίτητο να επισυναφθεί απολυτήριο λυκείου, πτυχιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή οποιοδήποτε άλλο ακαδηματικό προσόν αλλά μόνο ένα βιογραφικό σημείωμα.
Ακολούθως, οι υποψήφιοι καλούνται σε συνέντευξη ενώπιον της ολομέλειας των δικαστών του ΑΔΣ. Η συνέντευξη διαρκεί 10 -15 λεπτά και σε αυτήν υποβάλλονται νομικής φύσεως ερωτήματα.
Εξ όσων είναι γνωστό, το ΑΔΣ λαμβάνει και τις απόψεις των δικαστών των επαρχιακών δικαστηρίων πριν καταλήξει στους υποψήφιους που θα διοριστούν. Φαίνεται όμως, ότι δεν υπάρχει κάτι το θεσμοθετημένο ούτε οι απόψεις που εκφράζονται είναι δεσμευτικές. Το ίδιο ισχύει και για τυχόν απόψεις που θα ζητηθούν από τους προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων και του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Αποτελεί διεθνώς αποδεκτή αρχή ότι οποιοδήποτε σύστημα διορισμού δικαστών στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να εδράζεται πάνω στην αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης (democratic accountability) . Πέραν αυτού του θέματος, κεντρικά ζητήματα αποτελούν, επίσης, η μέθοδος επιλογής και τα κριτήρια επιλογής.
Η αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση – η άντληση δηλαδή εξουσίας (και άρα νομιμοποίησης) απευθείας από το λαό - είναι ο βασικότερος πυλώνας ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οποιοσδήποτε ασκεί εξουσία πρέπει να την αντλεί από και να λογοδοτεί στο εκλογικό σώμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας εκλέγεται απευθείας από το λαό, οι βουλευτές ως μέλη της νομοθετικής εξουσίας εκλέγονται από και λογοδοτούν στο λαό.
Τί γίνεται με την δικαστική εξουσία;
Σε όλες τις χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ), ο διορισμός δικαστών γίνεται από συμβούλια ή επιτροπές στις οποίες, κατά κανόνα, συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα εκλελεγμένοι από το λάο εκπρόσωποι π.χ. υπουργοί δικαιοσύνης ή άλλες προσωπικότητες διορισμένες από τον αρχηγό του κράτους. ΄Έχουν λόγο επομένως εκπρόσωποι του εκλογικού σώματος.
Στην Αγγλία, μέχρι πρόσφατα, ο διορισμός των δικαστών των κατώτερων δικαστηρίων γινόταν από τον Lord Chancellor ο οποίος είναι μη εκλελεγμένος, αλλά διορισμένος από τον πρωθυπουργό, πολιτικός. Οι δικαστές του High Court διορίζονται από την Βασίλισσα μετά από συμβουλή του Lord Chancellor ενώ οι δικαστές του Court of Appeal και House of Lords από τον Lord Chancellor. O τρόπος προσέγγισης για διορισμό ήταν γνωστός ως «tap on the shoulder», δηλαδή γινόταν η επιλογή κάποιου πίσω από κλειστές πόρτες χωρίς διαφάνεια. Από το 2005 το καθεστώς έχει αλλάξει με τη θέσπιση του Constitutional Reform Act 2005 το οποίο εισήξε μία καινοτομία: το Judicial Appointments Commission (JAC) . Το JAC είναι επιτροπή που εισηγείται υποψηφίους για διορισμό ως δικαστές στην Αγγλία και στην Ουαλλία στον Lord Chancellor με βάση την αξία τους (merit). Είναι ένα όργανο παρόμοιο με την επιτροπή δημοσίας υπηρεσίας που έχουμε στη Κύπρο, που ασχολείται, όμως, με διορισμούς δικαστών. Αποτελείται από 15 επιτρόπους οι οποίοι επιλέγονται μέσα από ανοικτό διαγωνισμό πλήν 3 επιτρόπων που ορίζονται από το Δικαστικό Συμβούλιο. Από τα μέλη οι 9 είναι νομικοί (5 δικαστές, 2 μη μόνιμοι δικαστές, 1 barrister, 1 solicitor), και 6 απλά μέλη (lay members) συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της JAC: « We select candidates for judicial office on merit, through fair and open competition, from the widest range of eligible candidates.»
Στην Κύπρο, είναι φανερό, ότι σηκώνει πολλή συζήτηση το εάν υπάρχει το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης στο διορισμό των δικαστών αλλά και στην ίδια τη σύνθεση του ΑΔ. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο διορισμός των δικαστών του ΑΔ, που γίνεται από το ΠτΔ ενέχει αυτό το στοιχείο αφού τον Πρόεδρο εκλέγει απευθείας ο λαός. Από την άλλη όμως, είναι γεγονός, ότι ο ΠτΔ ακολουθεί ανέκαθεν την εισήγηση του ΑΔ, για διορισμό νέου μέλους του, και το ΑΔ ανέκαθεν εισηγείται τον αρχαιότερο πρόεδρο επαρχιακού δικαστηρίου . Κατά συνέπεια, ο εκάστοτε ΠτΔ απλά επιβεβαιώνει, κάθε φορά, την εισήγηση του ΑΔ και δεν έχει ο ίδιος – και άρα ούτε ο λαός που τον εκλέγει - οποιοδήποτε ενεργό ρόλο ή λόγο στο διορισμό νέου εφέτη. Συνεπακόλουθα, ο διορισμός των υπολοίπων δικαστών που γίνεται από το ΑΔΣ εξακολουθεί να έχει το ίδιο δημοκρατικό έλλειμμα. Απουσιάζει το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης και έχει , στην ουσία, καταλήξει σε μία κλειστή διαδικασία που ελέγχεται απόλυτα από το ΑΔΣ χωρίς αναφορά ή λογοδοσία άμεση ή έμμεση στο εκλογικό σώμα.
Το διορίζον όργανο.
Υπάρχουν βασικά δύο σχολές στην Ευρώπη: η πρώτη που ακολουθείται από χώρες του Ηπειρωτικού Δικαίου όπου υπάρχουν σχολές δικαστών και η δεύτερη που ακολουθείται σε χώρες του Κοινοδικαίου όπου ο διορισμός γίνεται από έμπειρους και αναγνωρισμένους στο επάγγελμα δικηγόρους.
Στις χώρες του Ηπειρωτικού Δικαίου, όπως Γερμανία και Ελλάδα, απόφοιτοι νομικών σχολών διαγωνίζονται σε εξετάσεις για να εισέλθουν σε σχολή δικαστών. Οι εξετάσεις είναι υψηλού επιπέδου και επιλέγονται κατά κανόνα οι καλύτεροι. Οι φοίτηση είναι συνήθως τριετής ή τετραετής και επιτυχής συμπλήρωση οδηγεί στο διορισμό στη δικαστική υπηρεσία.
Σε χώρες Κοινοδικαίου όπως η Αγγλία ο διορισμός γινόταν χωρίς διαγωνισμό και χωρίς φοίτηση σε εξειδεικευμένη σχολή αλλά με βάση την εμπειρία στη δικηγορία. Με βάση αυτή τη φιλοσοφία επιλέγονταν δικηγόροι που είχαν καταξιωθεί στο επάγγελμα και είχαν κερδίσει την αναγνώριση των συναδέλφων τους και του νομικού κόσμου γενικότερα.
Από μελέτη που έγινε το 2006 , ανάμεσα στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ), προέκυψε ότι οι δικαστές των κρατών μελών σε ποσοστό 25% διορίζονται κατόπιν εξετάσεων, 25% με βάση τη πείρα, 33% χρησιμοποιούν και τα δύο κριτήρια ενώ ποσοστό 17% χρησιμοποιεί άλλα κριτήρια. Η Κύπρος περιλαμβάνεται στη 2η κατηγορία δηλαδή σε αυτές τις χώρες όπου ο διορισμός γίνεται με βάση την εμπειρία στο επάγγελμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκεκριμένη έρευνα και σε ότι αφορά τα όργανα που διορίζουν τους δικαστές. Υπάρχουν 3 κατηγοριοποιήσεις:
1. διορισμοί μόνο από δικαστές,
2. διορισμοί από μη δικαστές,
3. συνδυασμός των δύο.
Στη 1η κατηγορία, δηλαδή οι διορισμοί δικαστών να γίνεται από μόνο δικαστές, περιλαμβάνονται μόνο 3 χώρες: η Κύπρος, η Λετονία και η Λιθουανία.
Η Ανδόρα, η Τσεχία, η Ουκρανία, το Λουξεμβούργο, η Σερβία και η Σλοβενία συμπεριλαμβάνονται στη 2η κατηγορία ενώ οι συντριπτική πλειοψηφία των χωρών μελών του ΣτΕ ανήκουν στην 3η κατηγορία δηλαδή χρησιμοποιούν μικτό σύστημα.
Επομένως το γεγόνος ότι ως Κύπρος ανήκουμε σε μία κατηγορία με 2 άλλες χώρες (Λεττονία και Λιθουανία) πρέπει από μόνο του να μας προβληματίσει για την ορθότητα , αποτελεσματικότητα και δημοκρατικότητα του συστήματος διορισμού δικαστών που ακολουθούμε.
Τα κριτήρια επιλογής.
Εξετάζοντας το θέμα των προσόντων ενός υποψήφιου δικαστή δεν θέλει ιδιαίτερη μελέτη για να αντιληφθούμε ότι στο δικό μας σύστημα, κριτήρια και προσόντα που για άλλους διορισμούς (π.χ. στη δημόσια υπηρεσία) θεωρούνται εκ των ων ουκ ανευ, για το διορισμό δικαστών απουσιάζουν πλήρως.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το καθοδηγητικό κείμενο με τα 5 πρόσοντα «κλειδιά» που πρέπει να έχει κάποιος υποψήφιος δικαστής που έχει ετοιμάσει το JAC στην Αγγλία το οποίο αναπαράγεται , ως έχει , στην αγγλική, κατωτέρω:
«1. Intellectual capacity
• High level of expertise in your chosen area or profession
• Ability quickly to absorb and analyse information
• Appropriate knowledge of the law and its underlying principles, or the ability to acquire this knowledge where necessary
2. Personal qualities
• Integrity and independence of mind
• Sound judgement
• Decisiveness
• Objectivity
• Ability and willingness to learn and develop professionally
3. An ability to understand and deal fairly
• Ability to treat everyone with respect and sensitivity whatever their background
• Willingness to listen with patience and courtesy
4. Authority and communication skills
• Ability to explain the procedure and any decisions reached clearly and succinctly to those involved
• Ability to inspire respect and confidence
• Ability to maintain authority when challenged
5. Efficiency
• Ability to work at speed and under pressure
• Ability to organise time effectively and produce clear reasoned judgments expeditiously
• Ability to work constructively with others (including leadership and managerial skills where appropriate). Candidates are expected to provide evidence that they meet these standards in their application and, if called, before the selection panel. You do not have to restrict yourself to your professional experience - you can offer examples from other experience in your private life, for example working in an advisory service on a pro bono basis.
Πέραν των πιο πάνω, το JAC αναφέρει ότι είναι υποχρεωμένο να εισηγηθεί διορισμό στη βάση του καλού χαρακτήρα και της αξίας μόνο (on the basis of good character and merit alone). Υπάρχει ακόμα και καθοδήγηση στο τι σημαίνει «καλός χαρακτήρας».!
Παρατέθηκαν τα πιο πάνω για να καταδειχθεί με τι «λεπτομέρειες» ασχολούνται άλλες χώρες και πόσο εξαντλητικά καθορίζουν τα προσόντα ή τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν οι υποψήφιοι κάτι που φανερώνει πόσο ύψιστης σημασίας θεωρούν αυτούς τους διορισμούς.
Σε ότι αφορά τώρα το τόπο μας, είναι αντιληπτό ότι με την διαδικασία διορισμού που ακολουθείται, είναι αδύνατον για το διορίζον όργανο να αναγνώσει, να διαπιστώσει και να πειστεί για τις ικανότητες/ δυνατότητες/δεξιότητες/ γνώσεις και χαρακτήρα ενός υποψηφίου μέσα σε 15 λεπτά. Ας μην ξεχνούμε ότι δεν μιλούμε για το διορισμό ενός δημοσίου υπαλλήλου στη κατώτερη κλίμακα (εκεί χρειάζονται και εξετάσεις) αλλά για το διορισμό ενός δικαστικού ο οποίος θα έχει να επιτελέσει τα επόμενα χρόνια εξαιρετικά δύσκολο έργο αποφασίζοντας για άλλους. Πως μπορεί το ΑΔΣ με το να ακούσει τις απαντήσεις ενός υποψηφίου σε 3, 4 νομικά ερωτήματα να κρίνει αν είναι κατάλληλος για δικαστής; Εξάλλου η νομική γνώση είναι ένα από τα προσόντα.
Επιπλέον, το σύστημα μας θέτει ως ελάχιστο όριο 6 χρόνια δικηγορίας και υπό κάποιες προυποθέσεις 5 χρόνια. Έχω την άποψη ότι αυτό το όριο είναι ανεπαρκές. Το όριο θα πρέπει να είναι 10 με 15 χρόνια το ελάχιστο, και η πείρα δεν πρέπει να είναι κάτι το αφηρημένο αλλά να αντανακλάται σε συγκεκριμένες εμφανίσεις, χειρισμό ακροάσεων και υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων. Πολύ λίγοι δικηγόροι κατορθώνουν μέσα σε 6 χρόνια να αποκτήσουν τέτοιες εμπειρίες που θα τους δώσουν τις γνώσεις, αυτοπεποίθηση και δυνατότητα να διευθύνουν μία δίκη και να απονέμουν δικαιοσύνη. Επομένως όταν λέμε «πείρα» δεν πρέπει να εννοούμε το χρόνο που διέρρευσε από την ημέρα που εγγράφηκε κάποιος δικηγόρος μέχρι την ημερομηνία που έκανε αίτηση για δικαστής αλλά το περιεχόμενο αυτής της διαδρομής. Δεν είναι μυστικό ότι στο παρελθόν έχουν διοριστεί δικαστές που είχαν λίγη ως και πολύ περιορισμένη εμπειρία από δικαστήρια. Δεν είναι όμως όπως το νεαρό δικηγόρο που μπορεί να χάσει μία δύο υποθέσεις μέχρι να μάθει. Ο δικαστής απονέμει δικαιοσύνη από το πρώτο δευτερόλεπτο και εσφαλμένη ή πλημελλής απονομή της δικαιοσύνης λόγω ανικανότητας ή αγνωσίας είναι ασυγχώρητη.
Το άλλο κριτήριο αφορά αυτό του χαρακτήρα. Της επάρκειας δηλαδή ενός ατόμου να ανταποκριθεί στο ρόλο του δικαστή. Θεωρώ ότι αυτό το θέμα είναι αλληλένδετο με το προηγούμενο και αυτό διδάσκει η εμπειρία. Βλέπουμε (και ευτυχώς έχουμε) δικαστές που αποτελούν κόσμημα για την έδρα. Έχουν πλήρη σεβασμό προς το δικηγόρο και τον διάδικο, συμπεριφέρονται όπως αρμόζει σε ένα δικαστή και έχουν άψογη νομική κατάρτιση.
Πιστεύω ότι το τελευταίο στοιχείο, η νομική κατάρτιση, είναι οδηγός για τα υπόλοιπα. Ένα άτομο που είναι βέβαιο για τον εαυτό του, για τις γνώσεις του, για τις δυνατότητες του (κατά κανόνα) δεν έχει ανάγκη ούτε να προσβάλει, ούτε να ειρωνευτεί, ούτε να κάνει τον έξυπνο σε κανένα. Αντίθετα κάποιος ο οποίος νιώθει ότι υστερεί, είτε γενικά είτε σε σχέση με τα άτομα που έχει απέναντι του, προσπαθεί να επιβληθεί χρησιμοποιώντας την εξουσία της έδρας διά της επιβολής και όχι διά της γνώσεως. Δυστυχώς έχουμε και παραδείγματα αυθαιρεσιών, προσβολής δικηγόρων, ανικανότητα διεύθυνσης μίας δίκης και δικαστές με ελλειπή νομική κατάρτιση. Εξάλλου το τελευταίο στοιχείο, αυτό της ελλειπούς νομικής κατάρτισης, αποτυπώνεται και σε αποφάσεις του ΑΔ όταν σχολιάζονται με καυστικό και επικριτικό τρόπο αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηριών. Για παράδειγμα, όταν το ΑΔ αναφέρει σε απόφαση του ότι ο πρωτόδικος δικαστής απέτυχε να αντιληφθεί τα επίδικα θέματα τί σημαίνει αυτό; Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ένας δικαστής δύσκολα μπορεί να απολυθεί από τη δικαστική υπηρεσία και όσοι απολύθηκαν μέχρι σήμερα δεν ήταν για λόγους γνώσεων αλλά για τη συμπεριφορά τους. Αυτό σημαίνει ότι η κακή επιλογή και ο διορισμός ενός μη επαρκούς σε κατάρτιση δικηγόρου, είναι μη αναστρέψιμος και η ζημιά που επιτελείται συνεχής και αδιάληπτη μέχρι να αφυπηρετήσει.
Ταυτόχρονα , έχουμε δει και άτομα να εξελίσσονται αρνητικά, δηλαδή με τα χρόνια να αποκτούν έπαρση και αλαζονεία. Κακά τα ψέματα η εξουσία της έδρας μπορεί να παρασύρει και το πιο προσγειωμένο άτομο. Έχει σημασία επομένως ο κάθε ένας να έχει τέτοια συγκρότηση χαρακτήρα και να μπορεί να κάνει την αυτοκριτική του και να αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, αν πάει κάπου λάθος και να κάνει διορθωτικές κινήσεις. Τεράστια σημασία έχει επίσης να υπάρχει διαδικασία και σύστημα ελέγχου και να μην αισθάνεται ο οποιοσδήποτε ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Διερωτώμαι, και γνωρίζω ότι το ερώτημα απασχολεί και πολλούς άλλους συναδέλφους, πως το υφιστάμενο σύστημα επιτρέπει στο ΑΔΣ να διαγνώσει το χαρακτήρα ενός υποψήφιου μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορεί να λεχθεί ότι οι εφέτες γνωρίζουν από τις εμφανίσεις που οι υποψήφιοι κάνουν ενώπιον τους ως δικηγόροι. Πιθανόν να ισχύει αυτό για κάποιους διορισμούς αλλά όχι για όλους, αφού έχουν διοριστεί και δικαστές που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ τους ενώπιον του ΑΔ για χειρισμό υπόθεσης. Άλλη εξήγηση μπορεί να είναι ότι λαμβάνουν τις απόψεις των επαρχιακών δικαστών για κάθε υποψήφιο άρα έχουν εικόνα για το κάθε ένα. Πιθανόν. Όμως από την άλλη, διορίστηκαν και δικαστές που δεν είχαν ιδιαίτερα συχνές εμφανίσεις σε οποιασδήποτε βαθμίδας δικαστήρια, άρα δεν θα ήταν δυνατόν για το ΑΔΣ να έχει τη γνώμη των επαρχιακών δικαστών για αυτούς. Συνεπώς υπάρχει κενό (και) σε αυτό το θέμα.
Εισηγήσεις.
Όπως προανάφερα, θεωρώ, ότι οι δικαστές έχουν να επιτελέσουν εξαιρετικά δύσκολο και σοβαρό έργο. Για αυτή τη δουλειά πρέπει να επιλέγονται οι καλύτεροι και οι αξιότεροι που υπάρχουν στο επάγγελμα. Το υφιστάμενο σύστημα, ως εκ της δομής του αλλά και ως εκ των αποτελεσμάτων του, δεν είναι πάντοτε επιτυχές ως προς αυτή τη θεμελιώδη πτυχή και άρα πρέπει να αλλάξει. Ορισμένοι από τους λόγους για την αποτυχία του αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Κάποιες εισηγήσεις , που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για διεξαγωγή συζήτησης και προβληματισμού με σκοπό τη δραστική βελτίωση του είναι οι ακόλουθες:
1. Θα πρέπει να δημιουργηθεί επιτροπή διορισμού δικαστών και το ΑΔΣ να πάψει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο διορισμού δικαστών. Στην επιτροπή θα πρέπει απαραίτητα να συμμετέχουν εκτός από εκεκπρόσωποι των επαρχιακών δικηγορικών συλλόγων και άτομα νομικοί π.χ. πρώην Γενικοί Εισαγγελείς, που θα διορίζονται από το ΠτΔ ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
2. Να αυξηθεί το όριο εισδοχής στα 10 ή 15 χρόνια. Να εισαχθούν ποιοτικά μετρήσιμα κριτήρια. Να λαμβάνεται υπόψη η πανεπιστημιακή απόδοση, η επαγγελματική πορεία και προπάντων η δικαστική εμπειρία. Είναι απαραίτητο η πείρα να μεταφράζεται σε χειρισμό υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων.
3. Να αλλάξει ο τρόπος ανέλιξης/προαγωγής δικαστών. Να εισαχθεί σύστημα αξιολόγησης και να εγκαταληφθεί η επετηρίδα. Θα πρέπει να μπορεί ένας επαρχιακός δικαστής να βρεθεί στο ΑΔ ή να διοριστεί ανώτερος ή πρόεδρος χωρίς να πρέπει να περιμένει να προαχθούν οι αρχαιότεροι του. Θα πρέπει να δημιουργηθεί συναγωνισμός. Αυτό θα ήταν δυνατόν εάν εφαρμόζονταν αξιοκρατικά κριτήρια ανέλιξης με βάση την αξία εκάστου και όχι αποκλειστικά κατά αρχαιότητα. Η ανυπαρξία δομημένης διαδικασίας αξιολόγησης του έργου των δικαστών δημιουργεί πολλά πρόβληματα μεταξύ των οποίων και η εμπέδωση μακροπρόθεσμα μίας κακώς νοούμενης δημοσιουπαλληλικής νοοτροπίας .
4. Να ιδρυθεί επιτροπή εξέτασης παραπόνων. Σήμερα δεν υπάρχει θεσμοθετημένη διαδικασία όπου ένας διάδικος ή δικηγόρος να μπορεί να υποβάλει παράπονο για την συμπεριφορά ενός δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου. Αυτό οδηγεί κάποιους στο να λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, έχει συσταθεί το Office for Judicial Complaints ως ανεξάρτητη αρχή εξέτασης παραπόνων κατά της συμπεριφοράς δικαστών . Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στην όλη λειτουργία και αποδοτικότητα του συστήματος για πρόδηλους λόγους.
5. Η ηχογράφηση των ακροάσεων θα βοηθήσει τα μέγιστα, τόσο στην ακριβή αποτύπωση του πρακτικού της δίκης, αλλά θα λειτουργεί και σε κάποιο βαθμό ως έλεγχος για όλους τους παράγοντες της δίκης. Αυτό διότι πολλές φορές για διάφορους λόγους το στενογραφημένο πρακτικό δεν αποτελεί αποτύπωση του τι ακριβώς ελέχθει ή δεν ελέχθει σε μία δίκη. Στην Αγγλία για παράδειγμα όχι μόνο γίνεται ηχογράφηση όλων των ακρόασων αλλά υπάρχει και ζωντανή αποστενοτύπηση των πρακτικών τα οποία είναι διαθέσιμα άμεσα σε όλους τους παράγοντες της δίκης.
Για να γίνουν τα πιο πάνω, και άλλα πολλά, θα πρέπει απαραίτητα να συνοδευτούν από τα εξής:
1. Ριζική αναδιαμόρφωση του περιβάλλοντος και εργαλείων που έχει ένας δικαστής στη διάθεση του για να επιτελέσει το έργο του. Κακά τα ψέματα ο σημερινός δικαστής είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί σε εντελώς αντίξοες και αντιπαραγωγικές συνθήκες. Να τηρεί πρακτικά (απουσίες στενογράφων)κατά τις ακροάσεις, να μην διαθέτει την απαραίτητη στήριξη η βοήθεια σε θέματα έρευνας, δεν έχει στη διάθεση του στοιχειώδη εξοπλισμό, εργάζεται σε γραφεία και αίθουσες δικαστηρίων που κάθε άλλο παρά δικαστήρια θυμίζουν (βλέπε επαρχιακά δικαστήρια Λευκωσίας). Είναι διακριτό σε εμάς ότι οι περισσότεροι δικαστές που αγωνίζονται να επιτελέσουν σωστά το έργο τους το κάνουν με προσωπικό κόστος και υπό απαράδεκτες συνθήκες απασχόλησης. Άρα αν θέλουμε να αναβαθμίσουμε τη δικαιοσύνη το περιβάλλον και οι συνθήκες εργασίας πρέπει να αλλάξουν ριζικά.
2. Συζήτηση για τις απολαβές των δικαστών με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμιση τους. Εάν δεκτούμε ότι θα τεθεί ως όριο εισδοχής τα 10 ή 15 χρόνια πείρα δικηγορίας, τότε για να δημιουργηθούν κίνητρα πρέπει να αυξηθούν οι υφιστάμενες απολαβές.
Γνωρίζω ότι αρκετοί θα πουν ότι ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα και ότι τέτοιες εποχές το μόνο που μας έλειπε είναι να αυξήσουμε τους μισθούς των δικαστών και να μπούμε στα έξοδα αναβάθμισης των δικαστηρίων.
Πιστεύω ότι το θέμα είναι πολύ πιο σοβαρό, από ότι πιθανόν να αξιολογείται σήμερα, και χρειάζεται προγραμματισμός και δράση τώρα. Οι πολιτειακοί παράγοντες και οι δικηγόροι οφείλουν να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις σήμερα διότι είναι φανερό ότι οδεύουμε προς λάθος κατεύθυνση. Η δικαιοσύνη είναι η μοναδική εξουσία που απέμεινε σε αυτό το τόπο με σχετική αξιοπιστία και αξιοπρέπεια και οφείλουμε όλοι να την προστατεύσουμε ο καθένας από εκεί που είναι ταγμένος να την υπηρετεί.
No comments:
Post a Comment