Το θέμα της διατροφής των ανηλίκων παιδιών είναι ένα από τα πιο καυτά θέματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν στην περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης ενός ζευγαριού. Πολλές φορές δημιουργούνται παρεξηγήσεις ή προκύπτουν καυγάδες και αχρείαστες αντιπαραθέσεις οι οποίες πηγάζουν από εσφαλμένη γνώση των προνοιών της νομοθεσίας αλλά και των υποχρεώσεων έκαστου γονέα προς το ανήλικο παιδί του.
Επειδή στις πλείστες των περιπτώσεων η διατροφή διεκδικείται από την μητέρα αφού τα παιδιά (σχεδόν πάντοτε) είναι υπό τη φύλαξη και φροντίδα της, σε αυτό το άρθρο θα υποθέσουμε ότι ο αιτητής θα είναι η μητέρα και ότι αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση διατροφής είναι ο πατέρας.
Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ότι τη πρωταρχική ευθύνη για διατροφή του ανήλικου παιδιού την έχει ο γονέας και όχι οποιοσδήποτε άλλος. Η διατροφή επιβάλλεται ως υποχρέωση σαν αποτέλεσμα της ιδιότητας του γονέα και είναι άσχετη με το εάν ο γονέας βλέπει το παιδί του ή έχει επικοινωνία μαζί του.
Σε πολλές περιπτώσεις στα πλαίσια επίλυσης ευρύτερων οικογενειακών διαφορών που αφορούν και διευθέτηση του θέματος της περιουσίας γίνονται προτάσεις για ανάληψη από τον ένα γονέα κάποιων οικονομικών υποχρεώσεων π.χ. ενός δανείου και ανάληψη από τον άλλο γονέα των εξόδων διατροφής των ανήλικων τέκνων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχρέωση για πληρωμή διατροφής δεν μπορεί να αποκλειστεί συμβατικά – δηλαδή με συμφωνία των διαδίκων – αφού οποιαδήποτε συμφωνία που έχει ως σκοπό την αποφυγή πληρωμής διατροφής, έστω και με την ανάληψη άλλων υποχρεώσεων, είναι άκυρη στα μάτια του νόμου.
Ένα άλλο θέμα το οποίο αποτελεί καυτή πατάτα σε υποθέσεις διατροφής είναι αυτό της οικονομικής δυνατότητας του καθενός από τους γονείς. Είναι αρκετές οι φορές που διάδικοι για χίλιους δύο λόγους προσπαθούν ή δίδουν οδηγίες στους δικηγόρους τους να συμπεριλάβουν σε υπερασπίσεις διατροφής λιγότερα από τα αληθινά οικονομικά τους στοιχεία πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί και η υποχρέωσή τους ή το ποσό που θα διαταχθούν να πληρώνουν ως διατροφή. Όπως έχει λεχθεί σε πολλές αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων αλλά και από το Ανώτατο Δικαστήριο, η οικονομική δυνατότητα εκάστου γονέα δεν είναι θέμα που πρέπει να αποδεικνύεται από την εκάστοτε αιτήτρια, αλλά ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση προς το δικαστήριο να δώσει αληθινή εικόνα των οικονομικών του δυνατοτήτων και να προβεί σε πλήρη και γνήσια αποκάλυψη των εισοδημάτων του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει σε αρκετές περιπτώσεις τονίσει ότι η υποχρέωση για διατροφή των ανήλικων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς ανάλογα και με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο την υποχρέωση να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην περίπτωση που ένας γονέας δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση τότε το δικαστήριο μπορεί λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματός του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα να υπολογίσει ότι αυτός έχει ψηλότερα από όσα ισχυρίζεται εισοδήματα. Για παράδειγμα αν ένας δικηγόρος ισχυριστεί στο δικαστήριο ότι τα εισοδήματά του είναι €500 το μήνα - ποσό το οποίο είναι έκδηλα χαμηλό για το επάγγελμα των δικηγόρων - το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεγαλύτερο ποσό αναλογιζόμενο το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα. Το δικαστήριο δε σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβαίνει σε πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και να καταλήγει το ίδιο σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του κάθε γονέα. Από την άλλη εάν ένας πατέρας έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια τότε η υποχρέωση για συντήρηση της νέας του οικογένειας επιμετρείται σε σχέση με την υποχρέωση για διατροφή των παιδιών του από τον προηγούμενο γάμο. Σαν αποτέλεσμα θα μπορούσε να λεχθεί συνοπτικά ότι ο καθορισμός του ποσού της διατροφής γίνεται με μία εξ΄αντικειμένου εκτίμηση των αναγκών του συγκεκριμένου παιδιού ή παιδιών, την κοινωνική υπόσταση των γονέων και τη δυνατότητα του κάθε γονέα να συνεισφέρει στο ποσό που κρίνεται εύλογο για το σκοπό αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι οικονομικές ανάγκες των παιδιών δεν είναι στατικές και ότι όσο μεγαλώνουν είναι λογικό ότι θα μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να προσφέρεται συγκεκριμένη μαρτυρία στο δικαστήριο που να δικαιολογεί το συγκεκριμένο αιτούμενο ποσό. Αυτή η μαρτυρία πρέπει να είναι όσο πιο αναλυτική γίνεται και η κάθε απαίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της εμπειρίας που έχει το ίδιο το δικαστήριο από τη ζωή. Συνήθως σε μία αίτηση για διατροφή συμπεριλαμβάνονται έξοδα όπως η διατροφή του ανηλίκου σε φαγητό, γάλα κλπ, έξοδα ένδυσης, υπόδησης, ιατρικά έξοδα, μεταφορικά, ιδιαίτερα, άλλες δραστηριότητες όπως μουσική, μαθήματα χορού, αναλογία για ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, θέρμανση κοκ. Αυτά τα έξοδα πρέπει να αναλύονται σε μια αίτηση διατροφής και να υποστηρίζονται κατά την ακρόαση από σχετική μαρτυρία της αιτήτριας. Ο πατέρας γονέας μπορεί σε κάθε περίπτωση ή να αμφισβητήσει τα συγκεκριμένα έξοδα ή άλλους ισχυρισμούς της αιτήτριας μητέρας παραθέτοντας και υποστηρικτική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση.
Η έκδοση ενός διατάγματος διατροφής σημαίνει ότι ο γονέας εναντίον του οποίου στρέφεται το διάταγμα είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στο χρόνο που αναφέρεται το διάταγμα σε διατροφή. Σε περίπτωση που παραλείψει να πράξει τούτο τότε μπορεί να ληφθούν μέτρα για παράβαση διατάγματος δικαστηρίου που επιφέρουν την ποινή της φυλάκισης.
Λόγω του ότι η διατροφή θεωρείται ως άμεση ανάγκη και καθημερινή υπάρχει η δυνατότητα σε κάποιο αιτητή να καταφύγει στο δικαστήριο για την έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος διατροφής. Με αυτό τον τρόπο το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα δηλαδή να διατάξει τον πατέρα να καταβάλλει κάποιο συγκεκριμένο ποσό ως διατροφή χωρίς να ακούσει την πλευρά του, δηλαδή μονομερώς, ούτως ώστε να καλύπτονται απρόσκοπτα οι άμεσες ανάγκες του ανηλίκου. Ακολούθως ο πατέρας έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει σχετική ένσταση και να επιχειρηματολογήσει υπέρ της μείωσης του ποσού που εκδόθηκε στο αρχικό διάταγμα.
Ο καθορισμός ενός ποσού διατροφής μέσω δικαστικού διατάγματος δεν είναι στατικός αλλά μπορεί να διαφοροποιείται από καιρό εις καιρό ανάλογα με τις ανάγκες του ανήλικου τέκνου. Διαφοροποίηση μπορεί να επέλθει επίσης από μεταβολή της εισοδηματικής ικανότητας του πατέρα. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση στο δικαστήριο για τροποποίηση υφιστάμενου δικαστικού διατάγματος διατροφής και ανάλογα με τις περιστάσεις το δικαστήριο μπορεί να προβεί είτε στην αύξηση είτε στη μείωση της διατροφής. Σημειώνεται ότι για να επέλθει τέτοια τροποποίηση θα πρέπει να έχουν προκύψει γεγονότα μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος διατροφής και όχι γεγονότα που υπήρχαν ή ήταν σε γνώση του κατά το χρόνο έκδοσης του πρώτου διατάγματος.
Καταληκτικά πρέπει να αναφέρουμε ότι η υποχρέωση για διατροφή μπορεί να συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση του τέκνου εάν συντρέχουν κάποιες ειδικές περιστάσεις όπως για παράδειγμα ανικανότητα ή αναπηρία, υπηρεσία στην εθνική φρουρά ή φοίτηση. Σε αντίθεση με την υποχρέωση διατροφής ανηλίκων τέκνων η υποχρέωση του γονέα για τη διατροφή τέκνου μετά την ενηλικίωση του μπορεί να γίνει ή να συνεχίσει μετά από απόφαση δικαστηρίου ενώ αν ο γονέας δεν έχει την απαραίτητη οικονομική δυνατότητα δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα. Επίσης σε αντίθεση με τις περιπτώσεις ανηλίκων όπου η αίτηση για διατροφή γίνεται εκ μέρους του ανηλίκου από τον γονέα του στην περίπτωση ενήλικου τέκνου η αίτηση γίνεται από τον ίδιο τον ενήλικα αφού έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση παιδιού το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου δεν υπάρχει υποχρέωση διατροφής από τον βιολογικό του πατέρα εκτός εάν προηγηθεί αναγνώρισή του είτε εκούσια δηλαδή οικειοθελώς από τον ίδιο τον πατέρα είτε δικαστικά με διαδικασία που καταχωρεί συνήθως η μητέρα.
Επειδή στις πλείστες των περιπτώσεων η διατροφή διεκδικείται από την μητέρα αφού τα παιδιά (σχεδόν πάντοτε) είναι υπό τη φύλαξη και φροντίδα της, σε αυτό το άρθρο θα υποθέσουμε ότι ο αιτητής θα είναι η μητέρα και ότι αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση διατροφής είναι ο πατέρας.
Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ότι τη πρωταρχική ευθύνη για διατροφή του ανήλικου παιδιού την έχει ο γονέας και όχι οποιοσδήποτε άλλος. Η διατροφή επιβάλλεται ως υποχρέωση σαν αποτέλεσμα της ιδιότητας του γονέα και είναι άσχετη με το εάν ο γονέας βλέπει το παιδί του ή έχει επικοινωνία μαζί του.
Σε πολλές περιπτώσεις στα πλαίσια επίλυσης ευρύτερων οικογενειακών διαφορών που αφορούν και διευθέτηση του θέματος της περιουσίας γίνονται προτάσεις για ανάληψη από τον ένα γονέα κάποιων οικονομικών υποχρεώσεων π.χ. ενός δανείου και ανάληψη από τον άλλο γονέα των εξόδων διατροφής των ανήλικων τέκνων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχρέωση για πληρωμή διατροφής δεν μπορεί να αποκλειστεί συμβατικά – δηλαδή με συμφωνία των διαδίκων – αφού οποιαδήποτε συμφωνία που έχει ως σκοπό την αποφυγή πληρωμής διατροφής, έστω και με την ανάληψη άλλων υποχρεώσεων, είναι άκυρη στα μάτια του νόμου.
Ένα άλλο θέμα το οποίο αποτελεί καυτή πατάτα σε υποθέσεις διατροφής είναι αυτό της οικονομικής δυνατότητας του καθενός από τους γονείς. Είναι αρκετές οι φορές που διάδικοι για χίλιους δύο λόγους προσπαθούν ή δίδουν οδηγίες στους δικηγόρους τους να συμπεριλάβουν σε υπερασπίσεις διατροφής λιγότερα από τα αληθινά οικονομικά τους στοιχεία πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθεί και η υποχρέωσή τους ή το ποσό που θα διαταχθούν να πληρώνουν ως διατροφή. Όπως έχει λεχθεί σε πολλές αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων αλλά και από το Ανώτατο Δικαστήριο, η οικονομική δυνατότητα εκάστου γονέα δεν είναι θέμα που πρέπει να αποδεικνύεται από την εκάστοτε αιτήτρια, αλλά ο κάθε διάδικος έχει υποχρέωση προς το δικαστήριο να δώσει αληθινή εικόνα των οικονομικών του δυνατοτήτων και να προβεί σε πλήρη και γνήσια αποκάλυψη των εισοδημάτων του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει σε αρκετές περιπτώσεις τονίσει ότι η υποχρέωση για διατροφή των ανήλικων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς ανάλογα και με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο την υποχρέωση να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Στην περίπτωση που ένας γονέας δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση τότε το δικαστήριο μπορεί λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματός του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα να υπολογίσει ότι αυτός έχει ψηλότερα από όσα ισχυρίζεται εισοδήματα. Για παράδειγμα αν ένας δικηγόρος ισχυριστεί στο δικαστήριο ότι τα εισοδήματά του είναι €500 το μήνα - ποσό το οποίο είναι έκδηλα χαμηλό για το επάγγελμα των δικηγόρων - το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεγαλύτερο ποσό αναλογιζόμενο το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο επάγγελμα. Το δικαστήριο δε σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβαίνει σε πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και να καταλήγει το ίδιο σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του κάθε γονέα. Από την άλλη εάν ένας πατέρας έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια τότε η υποχρέωση για συντήρηση της νέας του οικογένειας επιμετρείται σε σχέση με την υποχρέωση για διατροφή των παιδιών του από τον προηγούμενο γάμο. Σαν αποτέλεσμα θα μπορούσε να λεχθεί συνοπτικά ότι ο καθορισμός του ποσού της διατροφής γίνεται με μία εξ΄αντικειμένου εκτίμηση των αναγκών του συγκεκριμένου παιδιού ή παιδιών, την κοινωνική υπόσταση των γονέων και τη δυνατότητα του κάθε γονέα να συνεισφέρει στο ποσό που κρίνεται εύλογο για το σκοπό αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι οικονομικές ανάγκες των παιδιών δεν είναι στατικές και ότι όσο μεγαλώνουν είναι λογικό ότι θα μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να προσφέρεται συγκεκριμένη μαρτυρία στο δικαστήριο που να δικαιολογεί το συγκεκριμένο αιτούμενο ποσό. Αυτή η μαρτυρία πρέπει να είναι όσο πιο αναλυτική γίνεται και η κάθε απαίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της εμπειρίας που έχει το ίδιο το δικαστήριο από τη ζωή. Συνήθως σε μία αίτηση για διατροφή συμπεριλαμβάνονται έξοδα όπως η διατροφή του ανηλίκου σε φαγητό, γάλα κλπ, έξοδα ένδυσης, υπόδησης, ιατρικά έξοδα, μεταφορικά, ιδιαίτερα, άλλες δραστηριότητες όπως μουσική, μαθήματα χορού, αναλογία για ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, θέρμανση κοκ. Αυτά τα έξοδα πρέπει να αναλύονται σε μια αίτηση διατροφής και να υποστηρίζονται κατά την ακρόαση από σχετική μαρτυρία της αιτήτριας. Ο πατέρας γονέας μπορεί σε κάθε περίπτωση ή να αμφισβητήσει τα συγκεκριμένα έξοδα ή άλλους ισχυρισμούς της αιτήτριας μητέρας παραθέτοντας και υποστηρικτική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση.
Η έκδοση ενός διατάγματος διατροφής σημαίνει ότι ο γονέας εναντίον του οποίου στρέφεται το διάταγμα είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στο χρόνο που αναφέρεται το διάταγμα σε διατροφή. Σε περίπτωση που παραλείψει να πράξει τούτο τότε μπορεί να ληφθούν μέτρα για παράβαση διατάγματος δικαστηρίου που επιφέρουν την ποινή της φυλάκισης.
Λόγω του ότι η διατροφή θεωρείται ως άμεση ανάγκη και καθημερινή υπάρχει η δυνατότητα σε κάποιο αιτητή να καταφύγει στο δικαστήριο για την έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος διατροφής. Με αυτό τον τρόπο το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα δηλαδή να διατάξει τον πατέρα να καταβάλλει κάποιο συγκεκριμένο ποσό ως διατροφή χωρίς να ακούσει την πλευρά του, δηλαδή μονομερώς, ούτως ώστε να καλύπτονται απρόσκοπτα οι άμεσες ανάγκες του ανηλίκου. Ακολούθως ο πατέρας έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει σχετική ένσταση και να επιχειρηματολογήσει υπέρ της μείωσης του ποσού που εκδόθηκε στο αρχικό διάταγμα.
Ο καθορισμός ενός ποσού διατροφής μέσω δικαστικού διατάγματος δεν είναι στατικός αλλά μπορεί να διαφοροποιείται από καιρό εις καιρό ανάλογα με τις ανάγκες του ανήλικου τέκνου. Διαφοροποίηση μπορεί να επέλθει επίσης από μεταβολή της εισοδηματικής ικανότητας του πατέρα. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση στο δικαστήριο για τροποποίηση υφιστάμενου δικαστικού διατάγματος διατροφής και ανάλογα με τις περιστάσεις το δικαστήριο μπορεί να προβεί είτε στην αύξηση είτε στη μείωση της διατροφής. Σημειώνεται ότι για να επέλθει τέτοια τροποποίηση θα πρέπει να έχουν προκύψει γεγονότα μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος διατροφής και όχι γεγονότα που υπήρχαν ή ήταν σε γνώση του κατά το χρόνο έκδοσης του πρώτου διατάγματος.
Καταληκτικά πρέπει να αναφέρουμε ότι η υποχρέωση για διατροφή μπορεί να συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση του τέκνου εάν συντρέχουν κάποιες ειδικές περιστάσεις όπως για παράδειγμα ανικανότητα ή αναπηρία, υπηρεσία στην εθνική φρουρά ή φοίτηση. Σε αντίθεση με την υποχρέωση διατροφής ανηλίκων τέκνων η υποχρέωση του γονέα για τη διατροφή τέκνου μετά την ενηλικίωση του μπορεί να γίνει ή να συνεχίσει μετά από απόφαση δικαστηρίου ενώ αν ο γονέας δεν έχει την απαραίτητη οικονομική δυνατότητα δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα. Επίσης σε αντίθεση με τις περιπτώσεις ανηλίκων όπου η αίτηση για διατροφή γίνεται εκ μέρους του ανηλίκου από τον γονέα του στην περίπτωση ενήλικου τέκνου η αίτηση γίνεται από τον ίδιο τον ενήλικα αφού έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση παιδιού το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου δεν υπάρχει υποχρέωση διατροφής από τον βιολογικό του πατέρα εκτός εάν προηγηθεί αναγνώρισή του είτε εκούσια δηλαδή οικειοθελώς από τον ίδιο τον πατέρα είτε δικαστικά με διαδικασία που καταχωρεί συνήθως η μητέρα.
No comments:
Post a Comment