Pages

Saturday 30 May 2009

Ενέργειες καθ' υπέρβαση του καταστατικού εταιρείας



Φιλελεύθερος 24/05/09
Υπέρβαση εξουσίας από εταιρεία
Του Γιώργου Κουκούνη Δικηγόρου στη Λάρνακα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ το κοινό συναλλάσσεται με εταιρείες και συνάπτει σοβαρές συμφωνίες, χωρίς ωστόσο να μεριμνά ώστε να πληροφορείται κατά πόσο η εταιρεία έχει την ικανότητα να διεξάγει τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και αν ο σύμβουλος της εταιρείας έχει την εξουσία να συνάψει τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Μόνο σε μερικές περιπτώσεις επιδεικνύεται ενδιαφέρον για ενημέρωση και λήψη από την εταιρεία των απαραίτητων στοιχείων, όπως είναι το ιδρυτικό έγγραφο, το καταστατικό, πιστοποιητικά που αναγράφουν τους συμβούλους, το γραμματέα και τυχόν επιβαρύνσεις της εταιρείας.

 

Το ιδρυτικό έγγραφο είναι επίσημο έγγραφο, περιέχει το όνομα, το εγγεγραμμένο γραφείο, τους σκοπούς της εταιρείας και το μετοχικό κεφάλαιο. Το καταστατικό είναι και αυτό επίσημο έγγραφο και περιέχει τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας της εταιρείας.
Και τα δύο αυτά έγγραφα βρίσκονται κατατεθειμένα στον Έφορο Εταιρειών όπως και όλα τα άλλα έγγραφα που αφορούν την εταιρεία και συνεπώς είναι διαθέσιμα προς επιθεώρηση από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο που σκοπεύει να συναλλαχθεί με εταιρεία έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί αν η συγκεκριμένη συναλλαγή εμπίπτει στους σκοπούς της εταιρείας και αν ο σύμβουλός της έχει την εξουσία να δεσμεύσει την εταιρεία. Εφόσον παρέχεται η δυνατότητα επιθεώρησης των εγγράφων της εταιρείας μέσω του Εφόρου Εταιρειών και του χαρακτήρα αυτών ως δημοσίων εγγράφων, το τρίτο πρόσωπο που θα συναλλαχθεί με την εταιρεία θεωρείται ότι έχει τεκμαιρόμενη γνώση των εγγράφων αυτών. Γι’ αυτό κάθε πρόσωπο που συναλλάσσεται με εταιρεία θα πρέπει να είναι προσεκτικό ώστε να μην βρεθεί εκ των υστέρων στη δύσκολη θέση η εταιρεία να επικαλεστεί τη μη συμμόρφωση προς τις πρόνοιες εσωτερικού κανονισμού της και να ισχυρίζεται ότι η συμφωνία που συνομολόγησε είναι καθ’ υπέρβαση των κανονισμών της εταιρείας για να αποφύγει την εκτέλεσή της.
Το ενδιαφέρον αυτό θέμα απασχόλησε ξανά το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Π.Ε.163/2006, ημερ. 5.5.2009, η οποία αφορούσε έφεση τράπεζας εναντίον απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή της για οφειλή εταιρείας. Συγκεκριμένα, εταιρεία εξασφάλισε την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων μέχρι ορισμένου ποσού το οποίο στη συνέχεια αυξήθηκε με νέα εγγυητική συμφωνία για την οποία δεν λήφθηκε απόφαση από τους συμβούλους της. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η συμφωνία αύξησης των παρεχομένων διευκολύνσεων υπογράφηκε καθ΄ υπέρβαση του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου και/ή απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και συνεπώς ήταν άκυρη. Ο Δικαστής κ. Τ. Ηλιάδης στην απόφασή του έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη και την παραμέρισε διότι υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του κανόνα της υπέρβασης. Από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι το ιδρυτικό και το καταστατικό έγγραφο της εταιρείας παρείχαν εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο να προβαίνει στη σύναψη δανείων, επιβαρύνοντας ή υποθηκεύοντας την περιουσία της εταιρείας χωρίς περιορισμούς. Δεν μπορούσε λοιπόν να γίνεται λόγος για δάνειο το οποίο είναι καθ’ υπέρβαση του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου. Αναλύοντας τη νομολογία αναφέρει ότι το δόγμα «καθ’ υπέρβαση εξουσίας» εξυπακούει ότι όταν εκτελείται μια πράξη ή συναλλαγή που αν και φαίνεται ότι είναι νόμιμη αλλά όμως δεν τυγχάνει εξουσιοδότησης από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας, τότε η πράξη είναι ultra vires, δηλαδή εκτός των σκοπών της εταιρείας και συνεπώς άκυρη. Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα Ηalsbury’s, ο όρος «ultra vires» στη σωστή του έννοια υποδηλώνει κάποια πράξη ή συναλλαγή εκ μέρους μιας εταιρείας η οποία, αν και δεν είναι παράνομη ή ενάντια στη δημόσια τάξη αν εκτελείτο από έναν ιδιώτη, είναι εκτός των νομίμων εξουσιών της εταιρείας όπως αυτές περιγράφονται σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες έχει συσταθεί, ή τους νόμους που εφαρμόζονται σχετικά με την εταιρεία, ή με το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας. Καταλήγει δε ότι ο σκοπός της υιοθέτησης του δόγματος είναι αφ’ ενός (α) η προστασία επενδυτών για να γνωρίζουν για ποιους σκοπούς διοχετεύονται τα χρήματα που επενδύουν και (β) η προστασία των πιστωτών της εταιρείας για να γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια της εταιρείας δεν θα διασκορπίζονται σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις. Στην κρινόμενη υπόθεση η εταιρεία και οι διευθυντές της γνώριζαν ότι το αρχικό ύψος των συναλλαγών τους δεν μπορούσε να υπερβεί το ορισμένο ποσό και συνέχιζαν να συναλλάσσονται καθ’ υπέρβαση του ποσού αυτού και μετά από 8 χρόνια δεν μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι οι δοσοληψίες τους με την τράπεζα έχουν διενεργηθεί καθ’ υπέρβαση του ιδρυτικού εγγράφου και/ή του καταστατικού της δικής τους εταιρείας.

No comments:

Bookmark and Share